ἰσχέθυρον

ἰσχέθυρον
ἰσχέ-θῠρον, τό, perh.
A frame of a window, IG11(2).165.10, al. (Delos, iii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ισχέθυρον — ἰσχέθυρον, τὸ (Α) το πλαίσιο παραθύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχε , τ., στον οποίο απαντά ως α συνθετικό το ρ. ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω» (πρβλ. εχε , τ. στον οποίο απαντά ως α συνθετικό το ρ. ἔχω) + θυρον (< θύρα), πρβλ. παρά θυρον, υπέρ θυρον] …   Dictionary of Greek

  • ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”